τεσσάρι

τεσσάρι
Παλαιό χρυσό αυστριακό νόμισμα, τετραπλό δουκάτο, βάρους 13,960 γρ. χρυσού, ισότιμο με 47,41 χρυσά φράγκα της εποχής. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως για στόλισμα οι γυναίκες. Τ. λεγόταν και παλαιό χρυσό ισπανικό νόμισμα, τετραπλάσιο της πιστόλας. Είχε βάρος 27,060 γρ. και ήταν ισότιμο με 81,56-85,44 χρυσά φράγκα της εποχής. Τ. ονομάζεται και το αριθμημένο με το τέσσερα τραπουλόχαρτο (Έχω τέσσερα σπαθί).
* * *
το, Ν
1. σύνολο τεσσάρων όμοιων πραγμάτων
2. (ιδίως) ποσό τεσσάρων δραχμών
3. διαμέρισμα τεσσάρων κύριων δωματίων
4. παιγνιόχαρτο το οποίο έχει τέσσερεις φορές το σύμβολο τού είδους του («τεσσάρι σπαθί»)
5. ταχύς δρόμος αλόγου («πάει τεσσάρι»)
6. παλαιό χρυσό νόμισμα τής Αυστρίας και τής Ισπανίας το οποίο χρησιμοποιούσαν και ως γυναικείο κόσμημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρα + υποκορ. κατάλ. -άρι (πρβλ. πεντ-άρι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τεσσάρι — το 1. ποσό από τέσσερα όμοια πράγματα (κυρίως δραχμές, χιλιάρικα): Κοστίζει ένα τεσσάρι χιλιάδες. 2. διαμέρισμα με τέσσερα δωμάτια. 3. τραπουλόχαρτο που έχει τέσσερις φορές το σύμβολο του είδους του: Τεσσάρι σπαθί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες …   Dictionary of Greek

  • τεσσάρα — η, Ν 1. σύνολο από τέσσερεις όμοιες μονάδες, τετράδα 2. μτφ. (στον στρατό ή στο σχολείο) τιμωρία τεσσάρων ημερών («πήρε μια τεσσάρα γιατί τσακώθηκε») 3. στον πληθ. οι τεσσάρες (στο τάβλι) η περίπτωση που και τα δύο ζάρια δείχνουν από τέσσερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”